- απονητος
- ἀπόνητοςἀ-πόνητος2не знающий страданий
δαρὸν οὐκ ἀ. Soph. — он недолго останется безнаказанным
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
δαρὸν οὐκ ἀ. Soph. — он недолго останется безнаказанным
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
απόνητος — ἀπόνητος, ον (Α) 1. ο δίχως κόπο και μόχθο 2. αυτός που δεν δεινοπαθεί, δεν υποφέρει 3. επίρρ. απονητί ακοπίαστα … Dictionary of Greek
ἀπονητότατα — ἀπόνητος without toil adverbial superl ἀπόνητος without toil neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπόνητοι — ἀπόνητος without toil masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπόνηθ' — ἀπόνητα , ἀπόνητος without toil neut nom/voc/acc pl ἀπόνητε , ἀπόνητος without toil masc/fem voc sg ἀ̱πόνητο , ἀπονέομαι go away plup ind mp 3rd sg (doric aeolic) ἀ̱πόνηται , ἀπονέομαι go away perf ind mp 3rd sg (doric aeolic) ἀ̱πόνητο , ἀπονέω… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπόνητ' — ἀπόνητα , ἀπόνητος without toil neut nom/voc/acc pl ἀπόνητε , ἀπόνητος without toil masc/fem voc sg ἀ̱πόνητο , ἀπονέομαι go away plup ind mp 3rd sg (doric aeolic) ἀ̱πόνηται , ἀπονέομαι go away perf ind mp 3rd sg (doric aeolic) ἀ̱πόνητο , ἀπονέω… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)